- αγαπημένα
- επίρρ. дружно, в согласии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Nikos Gounaris — (Greek: Νίκος Γούναρης; 1915 – 5 May 1965 in Zagora, Magnesia, was a Greek tenor who was enormously popular as a pop singer in the 1950s. Contents 1 Biography 2 Famous songs 3 In Media … Wikipedia
αγαπημένος — η, ο [αγαπώ] 1. προσφιλής, συμπαθής, αγαπητός 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο αγαπημένος, η αγαπημένη το αγαπημένο πρόσωπο από ερωτική άποψη 3. επίρρ. αγαπημένα ειρηνικά, με ομόνοια, με αγάπη … Dictionary of Greek
ηγαπημένως — ἠγαπημένως (AM) επίρρ. (μόνο κατά συγκριτ. βαθμ. ήγαπημενώτερον με μεγαλύτερη αγάπη, πιο αγαπημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ηγαπημένος του αγαπώμαι] … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
κτέρισμα — Προσφορά προς τιμήν του νεκρού, κατά την αρχαιότητα. Η λέξη προέρχεται από την λέξη κτέρας, που σήμαινε την ιδιοκτησία ή το δώρο. Κ. ονομάζονται κυρίως τα αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού, τα οποία τοποθετούσαν κοντά του και μέσα στον τάφο ή… … Dictionary of Greek
μέλε — (Α) αττ. κλητ. που χρησιμοποιήθηκε: α) ως φιλική προσφώνηση για οικεία, αγαπημένα πρόσωπα και τών δύο φύλων με τη σημ. φίλε, αγαπητέ, καλέ μου, ευλογημένε, καημένε («ἐπειδή γ , ὦ μέλε, ἤσθοντο τὰς ἀφύας παρ ἡμῑν ἀξίας», Αριστοφ.) β) σαρκαστικά,… … Dictionary of Greek
μονοιασμένα — επίρρ. με σύμπνοια, με ομόνοια, αρμονικά, αγαπημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονοιασμένος, μτχ. του μονοιάζω] … Dictionary of Greek
νεκροφιλώ — και άω 1. ασπάζομαι νεκρό 2. φρ. «να τόν νεκροφιλήσω» βαρύς όρκος για πολύ αγαπημένα πρόσωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + φιλῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Γ. Παράσχο] … Dictionary of Greek
οδαλίσκη — Δούλα που υπηρετούσε στην Τουρκία τις χανούμισες στο τραπέζι και στα δωμάτιά τους, δηλαδή στον οντά. Οι Ευρωπαίοι συγγραφείς όμως ταύτισαν τις ο. με τις παλλακίδες των σουλτάνων και των πασάδων. Και στην πραγματικότητα συνέβαινε συχνά οι πασάδες… … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek